- εκβιαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που αποβλέπει ή γίνεται για εκβιασμό: Εκβιαστική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που καταναγκάζει, εκβιαστικός, υποχρεωτικός: Τον τιμώρησαν σε καταναγκαστικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)